- δυσχέραινε
- δυσχεραίνωto be unable to endurepres imperat act 2nd sgδυσχεραίνωto be unable to endureimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ατάραντες — Αρχαίος λαός της Λιβύης, που κατοικούσε στα παράλια της σημερινής Σύρτης της Βιλάκας. Όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ως λαός λεγόταν Α., αλλά κανένας ως άτομο δεν είχε ιδιαίτερο όνομα. Οι Α., κατά τον Ηρόδοτο, όταν μεσουρανούσε ο ήλιος τον… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος Ναπολέων — (Louis Napoleon, Αιάκειο, Κορσική 1778 – 1846). Βασιλιάς της Ολλανδίας (1806 10). Τρίτος αδελφός του Μεγάλου Ναπολέοντα, φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Σαλόν και συνόδευσε τον αδελφό του στις εκστρατείες της Ιταλίας και της Αιγύπτου. Το 1802… … Dictionary of Greek